- ἐπῳδά
- ἐπῳδά̱ , ἐπῳδήsong sung tofem nom/voc/acc dualἐπῳδά̱ , ἐπῳδήsong sung tofem nom/voc sg (doric aeolic)ἐπῳδόςsinging toneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπῳδάς — ἐπῳδά̱ς , ἐπῳδή song sung to fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επωδός — Ο όρος στην αρχαία χορική ποίηση σήμαινε την τελευταία περίοδο της τριάδας (στροφή, αντιστροφή, ε.), την οποία οι ηθοποιοί τραγουδούσαν όρθιοι. Στην κλασική μετρική, ε. ονομάστηκε ο δεύτερος και πιο σύντομος στίχος της δίστιχης στροφής και ύστερα … Dictionary of Greek